παράκλητος — called to one s aid masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκλητος — η, ο / παράκλητος, ον, ΝΜΑ [παρακαλώ] 1. αυτός που καλείται να βοηθήσει κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ο βοηθός 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παράκλητος εκκλ. i) προσωνυμία που αποδίδεται από το Ευαγγέλιο τού Ιωάννου στο Αγιο Πνεύμα, το… … Dictionary of Greek
παράκλητος — η, ο 1. αυτός που καλείται σε βοήθεια, κυρ. ο συνήγορος στο δικαστήριο. 2. (εκκλησ.), ως κύρ. όνομα, ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράκλητον — παράκλητος called to one s aid masc/fem acc sg παράκλητος called to one s aid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Утешитель — (Παράκλητος) наименование третьего Лица Св. Троицы, Св. Духа, заимствованное из последней прощальной беседы Иисуса Христа с учениками. Я умолю Отца, говорил Христос, обращаясь к своим ученикам, и даст вам другого У., да пребудет с вами вовек,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
παρακλήτοις — παράκλητος called to one s aid masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτου — παράκλητος called to one s aid masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτους — παράκλητος called to one s aid masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτων — παράκλητος called to one s aid masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτῳ — παράκλητος called to one s aid masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκλητε — παράκλητος called to one s aid masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)